- αγγελιοδότης
- οαυτός που δίνει αγγελία ή διαφήμιση στα μέσα ενημερώσεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελία + δότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελιοδοσία — η [αγγελιοδότης] 1. διαδικασία διαβιβάσεως αγγελιών 2. παροχή αγγελιών … Dictionary of Greek
αγγελιοφόρος — ο ο αγγελιαφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγγελιαφόρος (< ἀγγελία + φόρος < φέρω) το ο αντί του α από γενίκευση τού χαρακτηριστικού φωνήεντος ο τής συνθέσεως πρβλ. αγγελιοδότης, σημαιοφόρος, ακανθοφόρος, αιμοφόρος, τροπαιοφόρος, μαχαιροφόρος,… … Dictionary of Greek